μαχομένης

μαχομένης
μάχομαι
fight
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλαγιοφύλαξη — η, Ν στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών τής μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους …   Dictionary of Greek

  • υποχώρηση — η / ὑποχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῑσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.) νεοελλ. 1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”